ἀναβαστάζω

Revision as of 12:51, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A raise or lift up, carry, J.AJ19.3.1, Luc.Anach. 24.

German (Pape)

[Seite 180] (s. βαστάζω), aufheben und tragen, Luc. ἐς ὕψος τὸν ἀντίπαλον Gymn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαστάζω: ἀνεγείρω, σηκώνω ἐπάνω, φέρω, «ἐς ὕψος ἀναβαστάσας τὸν ἀντίπαλον» Λουκ. Γυμν. 24.

French (Bailly abrégé)

porter en l’air ou sur les épaules.
Étymologie: ἀνά, βαστάζω.

Spanish (DGE)

1 cargar, llevar encima las puertas ἐπὶ τῷ ὤμῳ LXX Id.16.3, a alguien, I.AI 19.220, Luc.Anach.24.
2 levantar ἐκ ῥιζῶν τὴν βοτάνην Cat.Cod.Astr.11(2).166.

Greek Monolingual

ἀναβαστάζω) βαστάζω
ανυψώνω κάτι και το κρατώ με τα χέρια, κρατώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαστάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβαστακτήρ.

Greek Monotonic

ἀναβαστάζω: μέλ. -σω, ανεγείρω ή σηκώνω προς τα πάνω, κουβαλώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβαστάζω: поднимать, нести на плечах (τὸν ἀντίπαλον Luc.).

Middle Liddell


to raise or lift up, carry, Luc.