ἀναγώνιστος
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ον, A without contest or conflict, ἀ. ἀπιέναι Th.4.92 (v.l.); never having contended for a prize, X.Cyr.1.5.10; ἀ. περὶ τῆς ἀρετῆς failing in the race of virtue, Pl.Lg.845c.
German (Pape)
[Seite 185] ohne Kampf, d. i. a) unthätig, ἀθλητής, Xen. Cyr. 1, 5, 10; Plut. Ages. 5. – b) nicht kämpfend, untauglich zum Kampf, περὶ ἀρετῆς ἀν. γίγνεσθαι Plat. Legg. VIII, 845 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰγώνιστος: -ον, ἄνευ ἁμίλλης ἢ ἀγῶνος, ἀναγ. ἀπιέναι Θουκ. 4. 92: ὁ μηδέποτε ἀγωνισθεὶς περὶ βραβείου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· ἀναγ. περὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ μηδόλως ἀγωνιζόμενος, μηδεμίαν καταβάλλων προσπάθειαν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Νόμ. 845C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’engage pas de lutte;
2 qui n’a jamais disputé le prix;
3 sans conflit LSJ.
Étymologie: ἀ, ἀγωνίζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin participantes τῶν γενομένων ἀναγωνίστων δευτερείων τῆς αὐλωδίας SEG 19.335.50 (Tanagra, Beocia I a.C.).
2 que no ha participado en un certamen εἴ τίς γε ἀσκητὴς ... ἀναγώνιστος διατελέσειεν X.Cyr.1.5.10
•fig. ἀ. ... περὶ τῆς ἀρετῆς Pl.Lg.845c.
Greek Monolingual
ἀναγώνιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγωνίστηκε
2. (ειδικότερα) αυτός που δεν αγωνίστηκε ποτέ για βραβείο
3. αυτός που δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια για να επιτύχει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀγωνίζομαι.
Greek Monotonic
ἀνᾰγώνιστος: -ον (ἀγωνίζομαι), αυτός που δεν έχει μάχη, σε Θουκ.· αυτός που δεν έχει αγωνισθεί για βραβείο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγώνιστος: не вступающий в борьбу, не участвующий в соревновании, бездеятельный (ἀθλητής Xen.; ἀ. ἀπιέναι Thuc.): περί τινος ἀ. γίγνεσθαι Plat. не бороться за что-л.
Middle Liddell
ἀγωνίζομαι
without conflict, Thuc.: never having contended for a prize, Xen.