ἀνεπιλόγιστος

From LSJ
Revision as of 13:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιλόγιστος Medium diacritics: ἀνεπιλόγιστος Low diacritics: ανεπιλόγιστος Capitals: ΑΝΕΠΙΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anepilógistos Transliteration B: anepilogistos Transliteration C: anepilogistos Beta Code: a)nepilo/gistos

English (LSJ)

ον,    A unable to consider, c. gen., τῶν ἐναργειῶν Diogenian.Epicur.3.25; inconsiderate, thoughtless, Epicur.Sent.Vat.63, Sor.1.48; τῶν παθῶν Phld.Ir.p.24W., Mitteis Chr.361 (iv A. D.). Adv. -τως Pl.Ax.365d, 369e:—Subst. ἀνεπι-ιστία, ἡ, Sch.Od.15.225:—Verbἀνεπι-ιστέω,Phld.Ir.p.19 W. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 224] unüberlegt, unbesonnen, adv., Plat. Ax. 365 d; – nicht zu berechnen?

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιλόγιστος: -ον, ἀπερίσκεπτος, ἀσυλλόγιστος: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Ἀξ. 365D, 369Ε: - οὐσιαστ. -ιστία, ἡ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ο. 225: - Ρῆμ. -ιστέω Φιλόδημ. π. Ὀργ. 1. 37.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incapaz de considerar c. gen. καθαριότητος Epicur.Sent.Vat.[6] 63, τῶν ἐναργειῶν Diogenian.Epicur.3.25, τῶν παθῶν Phld.Ir.p.24.
2 irreflexivo παντελῶς δέ ἐστιν ἀνεπιλόγιστον μὴ συνιδεῖν Sor.33.35.
3 no reflexionado Hsch.
II adv. -ως irreflexivamente συνάπτεις Pl.Ax.365d, 369c.

Greek Monolingual

ἀνεπιλόγιστος, -ον (Α)
απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιλογίζομαι «λαμβάνω υπ’ όψιν, υπολογίζω»].