ἀνθρήνιον
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
τό, A wasp's nest, Ar.V.1080, 1107; Μονσῶν ἀνθρήνιον, of Sophocles, Philostr.Jun.Im.13 (= Com.Adesp.22).
German (Pape)
[Seite 234] τό, Honigzelle der wilden Biene; Wespennest, Ar. Vesp. 1080. 1107; Ael. H. A. 1, 9; Μουσῶν ἀνθ., vielleicht aus einem Cam., Philostr. imagg. 13 p. 154.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρήνιον: τό, φωλεὰ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 1080, 1107· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀνθρήνιον· τὸ τῶν μελισσῶν πλάσμα»· ἡ «κηρήθρα». - Φιλόστρ. ὁ Νεώτ. (Εἰκ. 884) καλεῖ τὸν Σοφοκλέα Μουσῶν ἀνθρήνιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
nid de bourdons.
Étymologie: ἀνθρήνη.
Spanish (DGE)
-ου, τό
avispero Ar.V.1080, 1107
•fig. panal Μουσῶν ... ἄ. de Sófocles Com.Adesp.22.
Greek Monolingual
ἀνθρήνιον, το (Α) ανθρήνη
1. σφηκοφωλιά
2. κερήθρα.
Greek Monotonic
ἀνθρήνιον: τό (ἀνθρήνη), σφηκοφωλιά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρήνιον: τό гнездо шершней Arph.