ἀνομοιοειδής

From LSJ
Revision as of 13:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοιοειδής Medium diacritics: ἀνομοιοειδής Low diacritics: ανομοιοειδής Capitals: ΑΝΟΜΟΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: anomoioeidḗs Transliteration B: anomoioeidēs Transliteration C: anomoioeidis Beta Code: a)nomoioeidh/s

English (LSJ)

ές,    A of unlike kind, heterogeneous, φιλίαι Arist.EN1163b32, cf. Dam.Pr.440:—hence Subst. ἀνομοιο-είδεια, ἡ, A.D.Pron.101.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοιοειδής: -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, ἑτεροειδής, ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’espèce différente.
Étymologie: ἀ, ὁμοιοειδής.

Spanish (DGE)

-ές
1 heterogéneo, diferente φιλίαι Arist.EN 1163b32.
2 geom. compuesto de elementos heterogéneos de líneas curvas, Procl.in Euc.164.2.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομοιοειδής)
ανόμοιος κατά το είδος, ετεροειδής.

Greek Monotonic

ἀνομοιοειδής: -ές (εἶδος), από διαφορετικό είδος, ετερογενής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοιοειδής: принадлежащий к разным видам, неодинаковый Arst.

Middle Liddell

εἶδος
of unlike kind, heterogeneous, Arist.