ἀντιπορθέω
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
A ravage in return, E.Tr.359, Lyc.1398.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen zerstören, Eur. Troad. 259 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπορθέω: (πέρθω) πορθῶ, καταστρέφω τι πρὸς ἀντεκδίκησιν, κτενῶ γὰρ αὐτὸν κἀντιποθήσω δόμους Εὐρ. Τρῳ. 359, πρβλ. Λυκόφρ. 1398.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ravager, saccager, dévaster à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, πορθέω.
Spanish (DGE)
saquear a su vez δόμους E.Tr.359, cf. Lyc.1398.
Greek Monotonic
ἀντιπορθέω: μέλ. -ήσω, καταστρέφω ως αντεκδίκηση, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπορθέω: в свою очередь разорять (δύμους Eur.).