ἀνώροφος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, (ὄροφος) A unroofed, uncovered, Lyc.350, D.C.37.17.
German (Pape)
[Seite 268] (ὀροφή), στέγη, ohne Dach, Lycophr. 350.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώροφος: -ον, (ὄροφος) ἄνευ ὀροφῆς, ἀστέγαστος, Λουκ. 350, Δίων Κ. 37. 17.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene tejado στέγη Lyc.350, νεώς D.C.37.17.3.
Greek Monolingual
ἀνώροφος, -ον (Α)
ο χωρίς οροφή, αστέγαστος.