ἀπονάρκησις
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
εως, ἡ, A = ἀπονάρκωσις, Plu.2.652e.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, Erstarrung, Plut. Symp. 3, 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονάρκησις: -εως, ἡ, = ἀπονάρκωσις, Πλούτ. 2. 652D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
engourdissement.
Étymologie: ἀποναρκάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
embotamiento, insensibilidad de miembros, Plu.2.652e.
Greek Monolingual
ἀπονάρκησις, η (Α)
απονάρκωση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονάρκησις: εως ἡ оцепенение Plut.