ἀπονηρευσία
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ἡ, (πονηρεύομαι) A innocence, gloss on εὐήθεια, Sch. D. 2.6.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, Schuldlosigkeit, Schol. Dem. Ol. 1, p. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονηρευσία: ἡ, (πονηρεύομαι) ἀθῳότης, Οὐλπιαν. εἰς Δημ.: ― Ἐπιθ. ἀπονήρευτος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 89.: ― Ὡσαύτως, ἀπονηρία, ἡ, Ἐκκλ.