ἀπόπτισμα
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
ατος, τό, (πτίσσω) A chaff, husks, dub.l. for ἀπόπρισμα, Arist.Mir.841a16.
German (Pape)
[Seite 320] τό, der Abgang beim Stampfen, Schroten, κέδρου Arist. Mirab. 113, v. l. -πρισμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπτισμα: -ατος, τό, (πτίσσω) ἄχυρον, κέλυφος, λέπυρον, Λατ. quisquiliae, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ ἀπόπρισμα, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 113.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
raedura, viruta l. dud. por ἀπόπρισμα en Arist.Mir.841a16.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπτισμα: ατος τό щепки (κέδρου Arst. - v. l. ἀπόπρισμα).