ἀρτοποιΐα
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ἡ, A baking, Ar.Fr.313, X.Mem.2.7.6; -ποιεία PFlor.168.3 (iii A. D.), al.
German (Pape)
[Seite 363] ἡ, Bäckerei, Xen. Mem. 2, 7, 6; Ar. bei Poll. 7, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοποιΐα: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀρτοποιοῦ, ἡ κατασκευὴ ἄρτου. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 205, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
confection du pain.
Étymologie: ἀρτοποιός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. -ποιεία PWisc.29ue.3, PFlor.168.3 (III d.C.), POxy.1572.5 (III d.C.), PN.York 5.59 (IV d.C.), -πία PCair.Isidor.31.9 (III d.C.)
fabricación de pan, panificación, panadería ἀπὸ δὲ ἀρτοποιίας Κύρηβος τήν τε οἰκίαν πᾶσαν διατρέφει καὶ ζῇ δαψιλῶς X.Mem.2.7.6, cf. Ar.Fr.327, Gal.11.120, PSI 787.16, PWisc.5.32 (II d.C.), l.c., PN.York l.c., POxy.2017.10 (V d.C.), Horap.1.38, Gp.2.16.1, Dsc.4.113.
Greek Monotonic
ἀρτοποιΐα: ἡ, τέχνη του αρτοποιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτοποιΐα: ἡ хлебопечение Xen., Arph.