ἁβρόπηνος

From LSJ
Revision as of 16:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβρόπηνος Medium diacritics: ἁβρόπηνος Low diacritics: αβρόπηνος Capitals: ΑΒΡΟΠΗΝΟΣ
Transliteration A: habrópēnos Transliteration B: habropēnos Transliteration C: avropinos Beta Code: a(bro/phnos

English (LSJ)

ον, (πήνη)    A of delicate texture, Lyc.863.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπηνος: -ον, (πήνη) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: ὁπόθεν εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu délicat.
Étymologie: ἁβρός, πήνη.

Spanish (DGE)

-ον
de delicado tejido προκαλύμματα A.A.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.

Greek Monotonic

ἁβρόπηνος: -ον (πήνη), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή πλέξη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρόπηνος: тонко вытканный, из тончайшей ткани (προκαλύμματα Aesch. - v. l. ἁβρότιμος).

Middle Liddell

πήνη
of delicate texture, Aesch.