ἄντηχος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ον, A sounding in response, ἁρμονία Ph.1.312, 2.485.
German (Pape)
[Seite 248] wiederhallend, Philo.
Spanish (DGE)
-ον
que suena como respuesta, ἁρμονία Ph.1.312, μέλος Ph.2.485.
Greek Monolingual
ἄντηχος, -ον (Α)
αυτός που δίνει απάντηση, που ανταποκρίνεται σε κάποιον ήχο.