ἄραγμα

From LSJ
Revision as of 16:37, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄραγμα Medium diacritics: ἄραγμα Low diacritics: άραγμα Capitals: ΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: áragma Transliteration B: aragma Transliteration C: aragma Beta Code: a)/ragma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq.,    A τυμπάνων ἄ. E.Cyc.205.    II = κάταγμα, Sor.Fract.10.

German (Pape)

[Seite 343] τό, das tönende Schlagen, τυμπάνων Eur. Cycl. 203.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ]
1 acción de golpear τυμπάνων E.Cyc.205.
2 medic. fractura Sor.Fract.156.22.

• Etimología: Cf. ἀράσσω.

Greek Monolingual

το (Α ἄραγμα)
νεοελλ.
(για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά
αρχ.
χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση.

Greek Monotonic

ἄραγμα: -ατος, τό (ἀράσσω), = το επόμ. τυμπάνων ἄραγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄραγμα: ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.).

Middle Liddell

ἀράσσω = ἀραγμός
τυμπάνων ἄρ. Eur.