ἐλλειπασμός
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
A f.l. for λοιπασμός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 800] ὁ, dasselbe, Luc. Philop. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλειπασμός: πλημμελ. γρ. ἀντὶ -λοιπασμός, ἴδε τὴν λέξιν.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἔλλειμμα.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
econ. falta, adeudo en el pago de impuestos τοὺς τῶν ἐξισωτῶν ἀπαλείψει ἐλλειπασμούς borrará (del registro) los adeudos de los inspectores Luc.Philopatr.20.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλειπασμός: ὁ Luc. = ἔλλειμα 3.