ἐνδυτήρ
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A for putting on, πέπλος S.Tr.674.
German (Pape)
[Seite 836] ῆρος, zum Anziehen, πέπλος, = χιτών, Soph. Tr. 671.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδυτήρ: ῆρος, ὁ, ἐνδυτός, πέπλος Σοφ. Τρ. 674, ἀλλ’ ὁ Jebb. ἑρμηνεύει, ἑορτάσιμος, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui enveloppe.
Étymologie: ἐνδύω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
• Prosodia: [-ῠ-]
que viste, que envuelve ἐ. πέπλος S.Tr.674.
Greek Monotonic
ἐνδῠτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που φοριέται, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδῠτήρ: ῆρος adj. m предназначенный для надевания (πέπλος Soph.).
Middle Liddell
ἐνδῠτήρ, ῆρος, n
for putting on, Soph. [from ἐνδύω