ἐξουδένωμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, A contempt, ib.Ps.89(90).5, Hsch. s.v. προπηλακισμός.
German (Pape)
[Seite 888] τό, Verachtung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξουδένωμα: τό, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΠΘ΄, 5) «προπηλακισμός, ἐξουδένωμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐξουδένωμα, το (AM)
1. κάτι τελείως ασήμαντο, άξιο περιφρονήσεως
2. περιφρόνηση, εξευτελισμός.