ἐπεισπράττω
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
A exact besides, D.C.74.8.
German (Pape)
[Seite 912] noch dazu eintreiben, D. Cass. 74, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπράττω: εἰσπράττω προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, τετραπλάσια ἐπεσέπραξε Δίων Κ. 74. 8.
Greek Monolingual
ἐπεισπράττω (Α)
εισπράττω επί πλέον.