ἐσθλοδότης
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ου, ὁ, A giver of good, Man.2.142.
German (Pape)
[Seite 1042] ὁ, der Geber des Guten, Synes.; Man. 2, 142.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσθλοδότης: -ου, ὁ, πάροχος ἐσθλῶν, ἀγαθῶν, Μανέθων 2. 142, Συνεσ. Ὕμν. 4. 270.
Greek Monolingual
ἐσθλοδότης, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει αγαθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσθλός + -δότης < δίδωμι.