ἐσθλοδότης

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσθλοδότης Medium diacritics: ἐσθλοδότης Low diacritics: εσθλοδότης Capitals: ΕΣΘΛΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: esthlodótēs Transliteration B: esthlodotēs Transliteration C: esthlodotis Beta Code: e)sqlodo/ths

English (LSJ)

ἐσθλοδότου, ὁ, giver of good, Man.2.142.

German (Pape)

[Seite 1042] ὁ, der Geber des Guten, Synes.; Man. 2, 142.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσθλοδότης: -ου, ὁ, πάροχος ἐσθλῶν, ἀγαθῶν, Μανέθων 2. 142, Συνεσ. Ὕμν. 4. 270.

Greek Monolingual

ἐσθλοδότης, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει αγαθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσθλός + -δότης < δίδωμι.