ἐχυρόω
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
A make secure, fortify, Phot., Suid.; ἐχυρῶσαι is v.l. for ὁρίσαι, Isoc.5.122.
German (Pape)
[Seite 1127] befestigen, Ἑλλάδα πόλεσι ἐχυρῶσαι Isocr. 5, 122, wo aber Bekker aus einem mss. ὁρίσαι aufgenommen hat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχῠρόω: καθιστῶ τι ἐχυρόν, ἀσφαλές, ὡς τὸ ὀχυρόω, Φώτ., «ἰσχυροποιῶ» Σουΐδ.· - παρ᾿ Ἰσοκρ. 107Β, ἐχυρῶσαι εἶναι διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ὁρίσαι.