ἔξορκος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A bound by oath, Pi.O.13.99.
German (Pape)
[Seite 887] beschwörend, βοὰ κάρυκος, Pind. Ol. 13, 95.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξορκος: -ον, ὁ μεθ᾿ ὅρκου, ἒξορκος ἐπέσσεται... βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ Πίνδ. Ο. 13. 140.
English (Slater)
ἔξορκος
1 under oath met. ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. sealed by oath : contra Wil., 370̆{2}) (O. 13.99)
Greek Monolingual
ἔξορκος, -ον (Α)
αυτός που ορκίζει («ἔξορκος βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ» — φωνή του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, Πίνδ.).
Russian (Dvoretsky)
ἔξορκος: связанный торжественной клятвой, по друг. произносящий торжественную клятву (βοὰ κάρυκος Pind.).