ἕστιος

From LSJ
Revision as of 22:52, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστιος Medium diacritics: ἕστιος Low diacritics: έστιος Capitals: ΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: héstios Transliteration B: hestios Transliteration C: estios Beta Code: e(/stios

English (LSJ)

α, ον,    A of the ἑστία, θεοί, ἐσχάρα, Hld.1.30,4.18.    II Ἕστιος, ὁ (sc. μήν), name of month in Magnesia, IG9(2).1117.11.

German (Pape)

[Seite 1044] den Hausheerd betreffend, θεοί Heliod. 1, 30; ἐσχάρα 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τήν ἑστίαν, θεοί, ἐσχάρα Ἠλιόδ. 1. 30., 4. 18.

Greek Monolingual

ἕστιος, -α, -ον (Α) εστία
1. αυτός που ανήκει στην εστία («τοῑς ἑστίοις θεοῑς»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἕστιος (ενν. μήνας)
ονομασία ενός από τους μήνες στη Μαγνησία.