ἠχόπους
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,= Lat. A sonipes, of horses, Eust. 918.20.
German (Pape)
[Seite 1180] ποδος, mit den Füßen lärmend, ἵπποι Eust. Il. 418, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, Λατ. sonipes, ἵπποι ἠχόποδες, Εὐστ. 918. 20.
Greek Monolingual
ἠχόπους, -ουν (Μ)
αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -πους (< πους), πρβλ. λεπτό-πους, χρυσό-πους].