ὀξυμέριμνος

From LSJ
Revision as of 00:10, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠμέριμνος Medium diacritics: ὀξυμέριμνος Low diacritics: οξυμέριμνος Capitals: ΟΞΥΜΕΡΙΜΝΟΣ
Transliteration A: oxymérimnos Transliteration B: oxymerimnos Transliteration C: oksymerimnos Beta Code: o)cume/rimnos

English (LSJ)

ον,    A keenly laboured or studied, παλαίσματα Ar.Ra.877 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 353] scharfe Sorge erregend, od. geschärfte Sorgfalt erfordernd, od., richtiger, durch scharfe, spitze Sorgfalt sein ausgesonnen, παλαίσματα, von Aeschylus u. Euripides Wortstreit, Ar. Ran. 877.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠμέριμνος: -ον, ὁ ὀξέως μελετηθείς, ὁ πολλῆς τυχὼν μερίμνης, παλαίσματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 877.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demande un esprit aiguisé, subtil.
Étymologie: ὀξύς, μέριμνα.

Greek Monolingual

ὀξυμέριμνος, -ον (Α)
αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μέριμνα (πρβλ. πολυ-μέριμνος)].

Greek Monotonic

ὀξῠμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που έχει μελετηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια, ενδελεχώς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠμέριμνος: тонко придуманный, тонкий, утонченный (παλαίσματα Arph.).

Middle Liddell

ὀξῠ-μέριμνος, ον, μέριμνα
keenly studied, Ar.