ὀπόεις

From LSJ
Revision as of 00:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπόεις Medium diacritics: ὀπόεις Low diacritics: οπόεις Capitals: ΟΠΟΕΙΣ
Transliteration A: opóeis Transliteration B: opoeis Transliteration C: opoeis Beta Code: o)po/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,    A juicy, ἐρινοί Nic.Al.319.    II as place name, Opus, Il.2.531, IG9(1).334.33 (v B. C.), etc. ; Ὀπούντιοι, οἱ, name of a section of the Locrians, Th.1.108, etc. ; Locr. Ὁπούντιοι SIG597 B2 ; also Ὁπόντιοι IG9(1).334.39, and uncontr. Ὁποέντιος ib.7.393.2 (Oropus).

German (Pape)

[Seite 361] εσσα, εν, saftig, saftreich, Nic. Al. 318.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπόεις: εσσα, εν, πλήρης ὀποῦ, Νικ. Ἀλεξιφ. 319.

Greek Monolingual

ὀπόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.)
2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡς
ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κατάλ. -όεις].