ὁμοιογένεια

From LSJ
Revision as of 07:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιογένεια Medium diacritics: ὁμοιογένεια Low diacritics: ομοιογένεια Capitals: ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ
Transliteration A: homoiogéneia Transliteration B: homoiogeneia Transliteration C: omoiogeneia Beta Code: o(moioge/neia

English (LSJ)

ἡ,    A likeness of race or kind, D.H.3.15.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, Gleichheit des Geschlechtes, der Gattung, D. Hal. 3, 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιογένεια: ἡ, ὁμοιότης γένους ἢ εἴδους, Διον. Ἁλ. 3. 15.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοιογένεια) ομοιογενής
ομοιότητα γένους ή είδους
νεοελλ.
1. ζωολ. μονάδα συστηματικής κατάταξης που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν αντί του όρου οικογένεια ενώ σήμερα τοποθετείται μεταξύ της υποοικογένειας και του γένους
2. μτφ. ομοιότητα απόψεων ή σκοπών.