ὁμόχωρος

From LSJ
Revision as of 07:58, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχωρος Medium diacritics: ὁμόχωρος Low diacritics: ομόχωρος Capitals: ΟΜΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: homóchōros Transliteration B: homochōros Transliteration C: omochoros Beta Code: o(mo/xwros

English (LSJ)

ον,    A neighbouring, [ἔθνη] D.C.Fr.74.1 ; οἱ ὁ. Id.38.45.2, al.

German (Pape)

[Seite 342] aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart?

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχωρος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας, συντοπίτης, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. Peiresc 79, κτλ. ΙΙ. ὁ πλησιόχωρος, γείτων. - Ὁ τύπος ὁμοχώριος ἀπαντᾷ ἐν Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο και ομοχώριος, -α, -ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, -ον)
1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης
2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι
(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην ίδια φορολογική περιφέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. στενό-χωρος. Ο τ. ὁμοχώριος < ομ(ο)- + -χώριος (< χῶρος), πρβλ. εγ-χώριος].

Russian (Dvoretsky)

ὁμόχωρος: ὁ земляк Plut.