ὑαλουργός

From LSJ
Revision as of 08:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλουργός Medium diacritics: ὑαλουργός Low diacritics: υαλουργός Capitals: ΥΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hyalourgós Transliteration B: hyalourgos Transliteration C: yalourgos Beta Code: u(alourgo/s

English (LSJ)

ὁ,    A glass-worker, Str.16.2.25, PTeb.278.20 (i A. D.), Gloss.; ὑελ-, PGot.7.4 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1168] ὁ, Glasarbeiter, Strab. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758.

Greek Monolingual

ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α
ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].