ὑπόπωλος

From LSJ
Revision as of 09:10, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπωλος Medium diacritics: ὑπόπωλος Low diacritics: υπόπωλος Capitals: ΥΠΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: hypópōlos Transliteration B: hypopōlos Transliteration C: ypopolos Beta Code: u(po/pwlos

English (LSJ)

ον,    A with a foal at foot, of a mare, Str.8.3.28, Hippiatr. 114; κάμηλος PGen.30.7 (ii A. D.); cf. ὕπαρνος.

German (Pape)

[Seite 1230] ein Fohlen unter sich habend, es säugend, ἵππος Strab. 8, 3,28.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπωλος: -ον, ἐπὶ θηλείας ἵππου, ἡ ἔχουσα ὑφ’ ἑαυτὴν πῶλον, Στράβ. 351· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπορτις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui allaite ou élève un poulain (jument).
Étymologie: ὑπό, πῶλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ιδίως για θηλυκό άλογο) αυτός που έχει από κάτω του και θηλάζει πουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πῶλος «πουλάρι, νεαρό ζώο» (πρβλ. ὑπέρ-πωλος)].

Greek Monotonic

ὑπόπωλος: -ον, αυτή που έχει ένα πουλαράκι από κάτω της, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὑπό-πωλος, ον,
with a foal under her, Strab.