ὑποχρίω

From LSJ
Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχρίω Medium diacritics: ὑποχρίω Low diacritics: υποχρίω Capitals: ΥΠΟΧΡΙΩ
Transliteration A: hypochríō Transliteration B: hypochriō Transliteration C: ypochrio Beta Code: u(poxri/w

English (LSJ)

[ῑ],    A smear under or on, besmear, anoint, τινί τι Hdt. 2.86, Hp.Fract.21; paint another's face under the eyes, X.Cyr.8.8.20:—Med., paint oneself, ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς (cf. ὑπογράφω v) ib.8.1.41; anoint oneself slightly, Aret.CD1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχρίω: [ῑ], χρίω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, Λατ. sublinere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8. 20. ― Μέσ., καὶ ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς (πρβλ. ὑπογράφω V)... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοιντο ἢ εἰσὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 41· ἀλείφομαι ὀλίγον, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

enduire par dessous ; particul. teindre ou farder le bord des yeux : τινα de qqn;
Moy. ὑποχρίομαι se teindre ou se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.
Étymologie: ὑπό, χρίω.

Spanish

ungir

Greek Monolingual

ΜΑ χρίω
αλείφω αποκάτω ή λίγο
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω τα κάτω από τους οφθαλμούς μέρη («ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοντο ἢ εἰσι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑποχρίω: [ῑ], αλείφω από κάτω ή επαλείφω, τί τινι, σε Ηρόδ.· ὑποχρίω τινί, βάφει το πρόσωπό του κάτω από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, βάφω τα μάτια μου από κάτω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχρίω: смазывать, намазывать (τινί τι Her.): ὑ. τινί Xen. подмазывать кому-л. глаза; ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Xen. подводить себе глаза.

Middle Liddell


to smear under or upon, τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to paint his face under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to paint one's own eyes underneath, Xen.