ὕστριξ
τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
English (LSJ)
ῐχος (but in Opp.C.3.391 ὑστρίγγων, from ὕστριγξ) ὁ and ἡ, A porcupine, Hystrix cristata, Hdt.4.192, Arist.HA490b29, 579a29, 600a28, Ael.NA1.31. II in pl., something obtained from pigs, prob. bristles, Pl.Com.28. III ὕστριχας (acc. pl.) ἢ σίδηρον as instruments of punishment, prob. whips, the cat, Ph. ap. Eus.PE 8.14; cf. sq. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὕστριξ: -ῐχος, (ἀλλ’ ἐν Ὀππ. Κυν. 3. 394 ὑστρίγγων, ἐκ τοῦ ὕστριγξ), ὁ καὶ ἡ, χερσαῖος ἐχῖνος, ὁ ἀκανθόχοιρος, κοινῶς «σκαντζόχοιρος», Hystrix cristata, μάλιστα δὲ Λυβικόν τι εἶδος αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 192, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 6., 6. 30, 2., 8. 17, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ τραχεῖαι τρίχες τοῦ χοίρου, «γουρουνότριχες», τὰ γὰρ κρέα ἥδιστ’ ἔχουσιν (οἱ ὕες), κοὐδὲν ἀφ’ ὑὸς γίγνεται πλὴν ὕστριχες Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 1, ἴδε Mangey εἰς Φίλωνα 2. 645. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν λέξεων ὗς, θρὶξ τριχός).)
French (Bailly abrégé)
ιχος (ὁ, ἡ)
hérisson, porc-épic, animal.
Étymologie: ὗς, θρίξ.
Greek Monotonic
ὕστριξ: -ῐχος, ὁ και ἡ, σκαντζόχοιρος, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ὕστριξ: ῐχος ὁ и ἡ дикобраз (Hystrix cristata) Her., Arst.
Middle Liddell
ὕστριξ, ῐχος,
the porcupine, Hdt. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ὕστριξ: -ιχος
{hústriks}
Forms: (Gen. pl. -ίγγων Opp. wie von ὕστριγξ)
Grammar: m. f.
Meaning: Stachelschwein, Igel (Hdt., Arist., Ael.), pl. übertr. ‘Schweine- borste’ (Pl. Kom.).
Derivative: Davon ὑστριχίς, -ίδος f. Karbatsche, zur Züchtigung der Sklaven (Ar. u.a.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Oft (s. Schwyzer-Debrunner 517 m. A. 4 u. Lit.) in ὕστριξ zerlegt, von θρίξ, τριχός Haar und ὑσ- in ὕστερος (s.d.); somit eig. mit emporstehenden Haaren, was logisch gewiß tadellos ist. Die Alten (z. B. Pl. Kom.) haben es offenbar mit ὗς Schwein verbunden. — Vgl. ὕσπληξ.
Page 2,976