ὥτε
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
Dor. for A ὥστε A.1, Pi.N.6.28, 7.62, I.4(3).18(36), O.10(11).86, P.10.54, Alcm.23.41, B.16.105, Corinn.Supp.2.65, Lyr.Adesp.ap. A.D.Pron.48.28. (For the accent, cf. Wackernagel Beitr.z.Lehre vom Gr.Akzent p.20; ὧτε· σὺν τῷ ῑ, ἀντὶ τοῦ ὡσειτε, Choerob. in An.Ox.2.281; this spelling (ᾥτε, ὥιτε) is found in Alcm. and cod. A of A. D. l. c., Corinn. l. c.)
English (Slater)
ὥτε (Schr.: ὧτε Boeckh: v. ὥστε b.)
1 just as introducing similes ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (Boeckh: ὥστε codd.) (O. 10.86) ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ (Bergk: ὥστε unus cod. om. rell.) (P. 4.64) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (ὥστε v. l.) (P. 10.54) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (ᾧτ, ὥτ codd.: ὧτ Tricl.: ]ωσταπο[ Π.) (N. 6.28) ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (Schr.: ὧτε codd.) (N. 7.62) ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (Boeckh: ὡσείτε codd.: ὥστε Tricl.) (N. 7.71) ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμέ- νεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὥσθ, ὧθ codd.) (N. 7.93) ἐναργέα τ' ἔμ ὥτε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νέμεα, τεμεῷ τε codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ἅτε, ὧτε codd.) (I. 4.18)