ὠνητέος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
α, ον, A to be bought, Pl.Lg.849c, Amphis 1.4. 2 ὠνητέον, one must buy, Luc.Herm.58.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει ν’ ἀγοράσῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 849C, Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1. 2) ὠνητέον, πρέπει ν’ ἀγοράσῃ τις, Λουκ. Ἑρμότ. 58.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὠνέομαι.
Greek Monotonic
ὠνητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ. του ὠνέομαι, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, σε Πλάτ.
2. ὠνητέον, αυτό που πρέπει να αγοράσει κάποιος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὠνητέος, η, ον, verb. adj. of ὠνέομαι
1. to be bought, Plat.
2. ὠνητέον, one must buy, Luc.