αἰγίβοτος
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ον, = foreg., A Ἰθάκη Od.4.606, cf. 13.246, AP9.219 (Diod.). II αἰγιβότος, ον, feeding goats, Πάν Nonn.D.1.368, al.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίβοτος: -ον, βοσκόμενος, ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, Ἰθάκη, Ὀδ. Δ. 606· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. Ν. 246· γαῖα πρέπει νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ στίχ. 238.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brouté par les chèvres ; ἡ αἰγίβοτος (γαῖα) pâturage pour les chèvres.
Étymologie: αἴξ, βόσκω.
English (Autenrieth)
(βόσκω): fed upon by goats; as subst., goat-pasture, Od. 13.246.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 pastado por cabras Ἰθάκη Od.4.606, 13.246, Σκῦρος AP 9.219 (Diod.Sard.), Plu.2.987a
•subst. τὸ αἰ. lo que sirve de alimento a las cabras Sch.Theoc.5.24.
2 que apacienta cabras, cabrero Πάν Nonn.D.1.368.
Greek Monotonic
αἰγίβοτος: -ον (αἴξ, βόσκω), αυτός που βόσκεται, που τρώγεται από γίδες, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγίβοτος: питающий коз (Ἰθάκη Hom.; Σκύρος Anth.): αἰ. ἀγαθή (sc. γαῖα) Hom. прекрасное пастбище для коз.
Middle Liddell
[αἴξ, βόσκω
browsed by goats, Od.