ἀσπλαγχνία
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, Unbarmherzigkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπλαγχνία: ἡ, ἔλλειψις εὐσπλαγχνίας, οἴκτου, σκληρότης, Ἀθανάσ. τ. 2. 2. 296, 300, 310, Ἰω. Χρυσ. τ. 6. σ. 794, 17 κλ.: ― Τὸ ῥῆμ. ἀσπλαγχνέω παρ’ Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de entrañas, inhumanidad οὐ δι' ἀσπλαγχνίαν τοῦτο ποιοῦσαι Chrys.M.49.294, ἀσπλαγχνίαν ἐνδείξασθαι εἰς αὐτόν Chrys.M.50.736, ἀσπλαγχνίας τιμωρία Chrys.M.62.749, cf. Nil.M.79.805D, Eus.Alex.Serm.M.86.452B.
Greek Monolingual
η (AM ἀσπλαγχνία) άσπλαχνος, άσπλαγχνος
η έλλειψη ευσπλαγχνίας, η ανοικτιρμοσύνη, η απανθρωπιά.