φαρμακίτης

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκίτης Medium diacritics: φαρμακίτης Low diacritics: φαρμακίτης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: pharmakítēs Transliteration B: pharmakitēs Transliteration C: farmakitis Beta Code: farmaki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A drugged or medicated, δακτύλιος φ. a ring containing poison, Eup.87; οἶνος φ. Semus 5a; fem. φαρμακῖτις γῆ, = ἀμπελῖτις ΙΙ, Dsc.5.160; φ. σαύρα Aët.13.56; also ἡ φ. (sc. βίβλος) On Drugs, title of lost work by Hippocrates, Hp.Aff.9.15, 28, al.; φαρμακίτιδες βίβλοι, by Andromachus, Gal.13.891.    II = ἀδηφάγος, Hsch.; cf. φαγεσωρῖτις.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, sc. οἶνος, ein mit Heilmitteln angemachter Wein, Gesundheitswein, VLL.; vgl. Ath. I, 30 c.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκίτης: ὁ, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, δακτύλιος φαρμ., περιέχων δηλητήριον, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 22, ἔνθα ἴδε Meinecke· οἶνος φ. Ἀθήν. 30C· θηλ., φαρμακῖτις γῆ Διοσκ. 5. 181· φ. γαστὴρ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος»
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις
(ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, του Ιπποκράτους
4. φρ. α) «φαρμακῑτις γῆ» — η γη στην οποία ευδοκιμεί το αμπέλι, ἀμπελῑτις (Διοσκ.)
β) «Φαρμακίτιδες βίβλοι» — τίτλος έργου του Ανδρομάχου (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίτης/ -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].