τοπογραφία

From LSJ
Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπογρᾰφία Medium diacritics: τοπογραφία Low diacritics: τοπογραφία Capitals: ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: topographía Transliteration B: topographia Transliteration C: topografia Beta Code: topografi/a

English (LSJ)

ἡ,    A description of a country, topography, Id.8.1.3 (pl.); τῶν ἠπείρων ib.1, cf. Ptol.Geog. 1.1.5.    2 Astrol., description of a 'region', Petos. ap. Vett.Val. 125.22.

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, Beschreibung eines Ortes, einer Gegend, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογρᾰφία: ἡ, καθορισμὸς καὶ περιγραφὴ τόπου τινὸς ἢ χώρας, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 318, 35, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. εφαρμοσμένη επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση ακριβών μετρήσεων, μεγάλης σχετικά κλίμακας, γήινων επιφανειών
2. (κατ' επέκτ.) η περιγραφή της διαμόρφωσης ενός τόπου
αρχ.
1. η περιγραφή ενός τόπου
2. αστρολ. η περιγραφή περιοχών του ουράνιου θόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπογράφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. topography].