θυλακίσκος
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
ὁ,= A θυλάκιον 1, bread-basket, Ar.Fr.545, Crates Com.14. II = θυλάκιον ΙΙ, Dsc.2.106.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκίσκος: ὁ, = τῷ προηγ. Ι, καλάθιον ἄρτου, «σακκοῦλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464, Κράτης ἐν Θηρ. 1· β΄ ὑποκορ. θυλακίσκιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. = θυλάκιον, Διοσκ. 2. 128.
Greek Monolingual
θυλακίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι ψωμιού, σακούλι
2. θυλάκιο, μικρός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, οβελ-ίσκος)].
Russian (Dvoretsky)
θῡλᾰκίσκος: ὁ Arph. = θυλάκιον.