γλαφυρότης

From LSJ
Revision as of 20:56, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰφῠρότης Medium diacritics: γλαφυρότης Low diacritics: γλαφυρότης Capitals: ΓΛΑΦΥΡΟΤΗΣ
Transliteration A: glaphyrótēs Transliteration B: glaphyrotēs Transliteration C: glafyrotis Beta Code: glafuro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A subtlety, θεωρίας Ph.1.521, cf. 530 (pl.); elegance, ἔργων J.AJ12.2.9; παραβολῶν Luc.Dem.Enc.6, cf. Phld. Rh.1.165S.

Greek (Liddell-Scott)

γλαφυρότης: -ητος, ἡ, = γλαφυρία, Λουκ. Δημ. 6, Φίλων 1. 170.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
c. γλαφυρία.
Étymologie: γλαφυρός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 agudeza, sutileza γ. συνεχοῦς θεωρίας la sutileza de una teoría bien encadenada Ph.1.521.
2 elegancia ἡ ποικιλία τῶν ἔργων καὶ γ. la variedad y elegancia de las labores artesanales I.AI 12.69, γ. λέξεων I.AI 20.264, cf. Phld.Rh.1.165, plu. ἥδομαι ... τὰς τῶν παραβολῶν ... γλαφυρότητας disfruto con la elegancia de las metáforas Luc.Dem.Enc.6.

Greek Monotonic

γλαφῠρότης: -ητος, ἡ = γλαφυρία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰφῠρότης: ητος ἡ Luc. = γλαφυρία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαφυρότης -ητος, ἡ γλαφυρός elegantie, verfijndheid. Luc. 58.6.