γραΐδιον
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
τό, Dim. of γραΐς, A old hag, Ar.Pl.536:—elsewh. contr. γρᾴδιον, ib.674, Philyll.5, X.An.6.3.22, D.18.260, Men.Georg.54, etc.: barbarous form γρᾴδιο Ar.Th.1194.
German (Pape)
[Seite 503] τό, dim. von γραῦς, altes Mütterchen, Ar. Plut. 536; Xen. An. 6, 1, 22; γρᾴδιον Dem. 18, 260 Philyll. Ath. XI, 485 b; vgl. Phryn. 88.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾱΐδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γραΐς, λίαν προκεχωρηκυῖα γραῖα ,ἢ μικρὰ γραῖα ,Ἀριστοφ. Πλ.536, Ξεν.Ἀν. 6.3,22,Φιλύλλ. Αὐγ. 3· συνῃρ. γρᾴδιον Ἀριστ.Πλ. 674,688,1095,Δημ.313.29.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite vieille.
Étymologie: dim. de γραῦς.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): γρᾴδιον Ar.Pl.674, D.18.260, Men.Georg.54, Heraclid.Pont.58, Macho 149
• Prosodia: [-ᾱ-]
despect. viejecilla, viejucha σὺ γὰρ ἂν πορίσαι τί δύναι' ἀγαθὸν πλὴν ... γραϊδίων κολοσυρτόν; ¿qué bien podrías tú procurar más que una retahila de viejuchas? Ar.Pl.536, cf. 674, Th.1194, ἄλλων γραϊδίων μεγάλαισιν οἴνου χαίροντα λεπασταῖς Philyll.5, cf. X.An.6.3.22, D.l.c., Men.Georg.l.c., Heraclid.Pont.l.c., Macho l.c., Plu.2.241c, Str.8.6.18, γραϊδίων παίγνια Luc.Philopatr.25, γραΐδια χήρας τινὰς καὶ παιδία ὀρφανά Luc.Peregr.12, cf. Lib.Ep.559, 1360.
Greek Monotonic
γρᾱΐδιον: τό, υποκορ. του γραῖα, γριά σε προχωρημένη ηλικία, γριούλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· συνηρ. γρᾴδιον, σε Αριστ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
γρᾱΐδιον: стяж. γρᾴδιον τό старушка, старушонка Arph., Xen., Dem.