γαργαίρω

From LSJ
Revision as of 21:18, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαργαίρω Medium diacritics: γαργαίρω Low diacritics: γαργαίρω Capitals: ΓΑΡΓΑΙΡΩ
Transliteration A: gargaírō Transliteration B: gargairō Transliteration C: gargairo Beta Code: gargai/rw

English (LSJ)

(γάργαρα) A swarm with, ἀνδρῶν ἀρίστων πᾶσα γ. πόλις Cratin.290, cf. Ar.Fr.359; ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Sophr.30 (ἐμάρμαιρεν codd. Ath.): c. dat., πόντος ἐγάργαιρε σώμασιν Tim.Pers. 107.

German (Pape)

[Seite 475] voll sein, wimmeln, τινός Cratin. Ar. u. Sophr. bei Schol. Ar. Ach. 3.

Greek (Liddell-Scott)

γαργαίρω: μέλλ. ᾰρῶ, (γάργαρα) βρύω, γέμω, εἶμαι πλήρης, ἀνδρῶν Κρατῖν. Ἀδήλ. 141, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 327 (ἀλλ’ ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. 2. 1099)· ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Σώφρων 59 Ahr. (ἔνθα ὁ Ἀθήν. ἔχει ἐμάρμαιρεν), ἀλλὰ πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 3.

French (Bailly abrégé)

regorger litt. fourmiller, grouiller de, gén..
Étymologie: γάργαρα.

Spanish (DGE)

1 rebosar de c. gen. ἀνδρῶν ἀρίστων πᾶσα γαργαίρει πόλις Cratin.321, cf. Ar.Fr.375, τῶν ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Sophr.38
c. dat. πόντος ... ἐγάργαιρε σώμασιν Tim.15.96, cf. Hdn.Gr.2.485.
2 brillar Hsch., prob. error basado en Sophr.l.c.

• Etimología: v. γάργαρα.

Greek Monolingual

γαργαίρω (Α) γάργαρα
είμαι γεμάτος ή πλημμυρισμένος από κάτι.