Παν

From LSJ
Revision as of 21:42, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

Greek Monolingual

ο (Α Πάν, -νός)
1. θεός του ελληνικού πανθέου, ο οποίος είχε ανθρώπινο σώμα ώς τη μέση και πόδια, αφτιά και κέρατα τράγου
2. φρ. «αυλός του Πανός» — η πολύαυλη σύριγγα, που σε ορισμένες χώρες ονομάζεται σήμερα νάι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Όνομα αρχαίας θεότητας, άγνωστης ετυμολ., πιθ. αρκαδικής προέλευσης, του οποίου το μακρό -α- είναι μάλλον προϊόν συναιρέσεως, όπως υποδεικνύει η δοτ. του ονόματος Πάονι. Κατά μία άποψη, ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο Παύσων και συνδέεται με αρχ. ινδ. Pūsan, όνομα θεότητας, προστάτιδας τών ποιμνίων. Κατ' άλλους, πρόκειται για θεωνύμιο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, που συνδέεται πιθ. με το όνομα Παιάων / Παιήων (βλ. λ. παιάνας)].