άγκυρα

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

ἄγκυρα η (Μ αγκύρωμα, το, Ν και άγκορα και άγκουρα)
1. βαρύ σιδερένιο αγκυλωτό όργανο δεμένο στο ακρό αλυσίδας ή σχοινιού, που ρίχνεται στη θάλασσα για να αγκιστρωθεί στον βυθό και να ακινητοποιήσει έτσι το πλοίο
2. μτφ. ασφάλεια, στήριγμα
3. φρ. «ρίχνω άγκυρα», εγκαθίσταμαι οριστικά κάπου
αρχ.
1. πολιορκητικό όργανο
2. φρ. «ιερά ἄγκυρα», έσχατη ελπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τύπος ἄγκυρα από τη ρίζα ἄγκ- όπως και τα ἀγκάλη, ἄγκος, ἀγκύλος κ.ά. Αντιστοιχεί στο σανσκρ. ankura. Από την ίδια ρίζα και το μσν. ἀγκύρωμα. Οι τύποι άγκορα και άγκουρα από την ιταλ. λ. ancora.
ΠΑΡ. αγκυρίζω
αρχ.
ἀγκύριον. ἄγκυρις, ἀγκυρίτης, ἀγκυρωτός
νεοελλ.
αγκυρίδα. αγκυρώνω. ΣYNΘ. αγκυροειδής
αρχ.
ἀγκυρομήλη, ἀγκυρουχία
νεοελλ.
αγκυρόδεσμος. αγκυροδέτης.