άγνυμι
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
Greek Monolingual
ἄγνυμι (Α)
1. θραύω, συντρίβω, σπάζω
2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα
3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fάγ-νυ-μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω, σχίζω) και ίσως και με το λατ. vāgīna (= όριο).
ΠΑΡ. ἄγανος, ἀγή, ἄγμα, ἀγμός.
ΣΥΝΘ. ἀαγής, ἐξάγνυμι, κατάγνυμι, συνάγνυμι.