άρκευθος
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
η (Α ἄρκευθος)
είδος αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. άρκευθος είναι ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. άρκυς «δίχτυ», επειδή τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για πλέξιμο. Ο τ. φέρει επίθημα -θος, που απαντά σε ονόματα φυτών (πρβλ. ασπάλαθος). Η λατινική ονομασία του φυτού είναι juniperus. Η σύνδεση με το λεττ. ē(r)zis «κέδρος» και το αρχ. ινδ. ŗksara- «ακίδα, αγκάθι» δεν είναι βέβαιη. ΠAP. αρχ. αρκεύθινος, αρκευθίς].