άκολος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

(I)
ἄκολος, η (Α)
πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία του σχηματισμού της
επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση της λ. με το ουσ. ἄκυλος. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. αποτελεί δάνειο, πρβλ. «βεκκος ακκαλος τι» σε φρυγική επιγραφή].
(II)
-η, -ο κόλος
απύθμενος, αυτός που δεν έχει πάτο, ο πάρα πολύ βαθύς.