άραβος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

ἄραβος, ο (Α)
1. το τρίξιμο των δοντιών
2. κρότος, χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα -βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το -β- του επιθήματος προέρχεται από ΙΕ χειλικό b ή χειλοϋπερωικό gw και έχει εκφραστική κυρίως αξία (πρβλ. βόμβος, θόρυβος κ.ά.)].