έδω

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ἔδω (Α)
1. τρώω
2. καταναλώνω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η ρίζα ed- «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed-mi «τρώω», αρχ. ινδ. ad-mi «τρώω», λατ. -ēst, λιθ. es-ti, αρχ. σλαβ. ěs-) που εμφανίζουν εκτεταμένη βαθμίδα ρίζας (< IE ěd-mi, -ti). Θεματικοί τ. εκτός από την Ελληνική (πρβλ. έδω, έδεις κ.λπ.) απαντούν και σε άλλες γλώσσες (πρβλ. γοτθ. itan «τρώω»). Οι υστερογενείς ενεστώτες έσθω και εσθίω ανήκαν πιθ. στην καθημερινή και στην παιδική γλώσσα και προήλθαν από την προστ. έσθι που συνδέεται με αρχ. ινδ. addhi. Επίσης οι υπόλοιποι ελληνικοί τ. ηδέσθην, εδήδε(σ)μαι είναι νεώτεροι σχηματισμοί κατά τα ετελέσθην, τετέλεσμαι, ῃδέσθην, αλήλε(σ)μαι κ.ά.
ΠΑΡ. έδεσμα
αρχ.
εδητύς, εδωδή, εδωδός, είδαρ].