ένστικτο

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

και ένστιχτο, το
1. παρόρμηση, φυσική τάση, αντίδραση του ζωντανού οργανισμού σε καθορισμένους εξωτερικούς παράγοντες
2. εσωτερική παρόρμηση που καθορίζει τα αισθήματα, τις κρίσεις και τις πράξεις του ανθρώπου ανεξάρτητα από τη σκέψη
3. φυσική ικανότητα, κλίση σε κάτι
4. φρ. α) «εξ ενστίκτου» ή «από ένστικτο» — αυθόρμητα, χωρίς πολλή σκέψη
β) «τα κτηνώδη ένστικτα» — οι ασυγκράτητες σεξουαλικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. instinct < λατ. instinctus μτχ. παρακμ. του instinguo «κεντρίζω, παρορμώ κάποιον». Η λ. ένστικτον μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].